- πένα
- Γραφίδα από φτερό ή μεταλλική. Π. λέγεται και ο κονδυλοφόρος. Η π. αναφέρεται για πρώτη φορά στα χρόνια του βασιλιά των Οστρογότθων Θεοδώριχου. Ο Θεοδώριχος ήταν αγράμματος και για να υπογράφει χρησιμοποιούσε ένα διάτρητο έλασμα, ανάμεσα στις τρύπες του οποίου σημείωνε με π. τα τέσσερα πρώτα γράμματα του ονόματός του. Π. λέγεται και αγγλικό νόμισμα, υποδιαίρεση της λίρας στερλίνας.
(Μουσ.). Νεοελληνικός όρος, που υποδηλώνει ένα μικρό εύκαμπτο έλασμα από κέρατο, ελεφαντόδοντο, ταρταρούγα, ξύλο ή σελιλόιντ, σε σχήμα γλώσσας, στρογγυλεμένο από τη μια μεριά και μυτερό από την άλλη, το οποίο χρησιμοποιείται για να κρούει χορδή της κιθάρας ή του μαντολίνου.
Στην ελληνική αρχαιότητα ένα είδος π. που εχρησιμοποιείτο για την κρούση των χορδών της λύρας, ονομαζόταν πλήκτρο, όρος όμως που σήμερα απόκτησε διαφορετική σημασία.
* * *(I)και παλ. γρφ. πέννα, η1. κοινή ονομασία τής μελανογραφίδας από μακρύ φτερό τής πτέρυγας ή τής ουράς πτηνού, που χρησιμοποιήθηκαν τον Μεσαίωνα για τον σκοπό αυτό ύστερα από όξυνση τού κυλινδρικού άκρου τους2. κάθε μεταλλικό όργανο γραφής3. μικρό και λεπτό, κοκάλινο ή πλαστικό, έλασμα με το οποίο οι μουσικοί νύσσουν τις χορδές ορισμένων μουσικών οργάνων4. ναυτ. είδος ιστίου5. φρ. α) «έχει δυνατή πένα» — γράφει ωραίαβ) «στην πένα» — άψογα, έξοχα, τέλεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. penna < λατ. penna «φτερό»].————————(II)ηυποδιαίρεση τής αγγλικής λίρας, το ένα δωδέκατο τού σελινίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. penny].
Dictionary of Greek. 2013.